Στις ανατολικές εσχατιές των βορείων ακτών της Κρήτης, στο εσωτερικό του ορμίσκου Καρπαθολιμνιώνας, που σχηματίζεται περίπου 9 μίλια νότιοδυτικά της Άκρας Σίδερος και 6 μίλια ανατολικά-βορειοανατολικά της Σητείας, βρίσκεται η Μονή Ακρωτηριανής ή Μονή Τοπλού.
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Μονής δεν είναι βεβαιωμένη. Πρώτη φορά σημειώνεται μοναστική δραστηριότητα στην περιοχή, σε χάρτη του 1415 απο τον λατίνο ιερομόναχο και περιηγητή Cr. Buondelmonti, ο οποίος τοποθετεί στην Άκρα Σίδερο την Μονή του Αγίου Ισιδώρου. Παρόλο που η πιστότητα του χάρτη αμφισβητήθηκε και η Μονή αυτή ταυτίστηκε με τη Μονή Ακρωτηριανής, νεότερες ανασκαφές στον Ορμίσκο Αγίου Ισιδώρου, αμέσως νότια της Άκρας Σίδερος, και αρκετά χιλιόμετρα ανατολικότερα της Μονής Ακρωτηριανής, έφεραν στο φώς τα λείψανα παλαιότερης μονής, οστά μοναχών και νομίσματα που χρονολογούνται απο τα τέλη του 14ου αιώνα έως και τις αρχές του 17ου αιώνα, γεγονός που αφήνει το ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμα και παράλληλης λειτουργίας των δύο Μονών τουλάχιστον κατα τη διάρκεια του 16ου αιώνα.
Σήμερα θεωρείται πιθανότερο η Μονή του Αγίου Ισιδώρου να εγκαταλείφθηκε ή να καταστράφηκε απο πειρατικές επιδρομές και οι μοναχοί της να μεταφέρθηκαν σε ασφαλέστερο και αθέατο απο τη θάλασσα σημείο, ή και να αποροφήθηκαν απο τη Μονή Ακρωτηριανής, ενώ σύμφωνα με την παράδοση, η επιλογή της θέσης οφείλεται στην εύρεση της εικόνας της Παναγίας μέσα σε σπήλαιο (Αγιόνερο) οπου κτίστηκε μικρός ναός και ίσως οι πρώτες μοναστικές εγκαταστάσεις, πιθανόν κατα τον 15ο ή 16ο αιώνα.
Φανταστική απεικόνιση της Μονής Ισιδώρου στον ομώνυμο
μικρό Ορμίσκο, αμέσως νότια της Άκρας Σίδερο, όπως φαίνεται
απο δυτικά. Στο βάθος η Κάσος.
Η Μονή αναφέρεται πρώτη φορά σε χάρτη του 1563 με την ονομασία Acrotiriani ενώ μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα είχε οχυρωθεί, αφου σε έγγραφο του Ρετούρη της Σητείας του 1612 αναφέρεται οτι η Μονή ήταν οχυρή αλλα ερειπωμένη, απο αδιευκρίνιστη αιτία. Ο Ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ Παντόγαλος, με την οικονομική βοήθεια της Βενετίας ανακαίνησε τη Μονή στις αρχές του 17ου αιώνα, οπότε και απέκτησε περίπου τη σημερινή της φρουριακή μορφή.
Ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα έκτασης 800 τμ περιβάλλεται απο οχυρό τείχος, ενώ πολλές απο τις εγκαταστάσεις της Μονής καθώς και τα κελλιά είναι ενσωματωμένα στο ισχυρό τείχος, προφανώς για την καλύτερη εκμετάλευση του χώρου.
Το καθολικό της Μονής είναι δίκλιτο με το βόρειο κλίτος πού είναι και το παλαιότερο και πιστεύεται οτι ήταν αρχικά αφιερωμένο στον Άγιο Ισίδωρο να είναι αφιερωμένο στο Γενέθλιο Της Θεοτόκου.
Στο εσωτερικό της Μονής υπάρχει πηγάδι με πόσιμο νερό αλλα και πηγή, γεγονός που την καθιστούσε αυτάρκη σε περιόδους πολιορκίας.
Το 1648, μετά την κατάληψη της Κρήτης απο τους Οθωμανούς, τη Μονή Ακρωτηριανής επισκέφθηκε ο αρχηγός των Σεΐχηδων (Ηγούμενοι Τεκέδων) Αλη Μπαμπα Χορασανλή με συνοδεία 40 Σεΐχηδων. Έμεινε τόσο ευχαριστημένος απο τη φιλοξενεία, που αργότερα πρόσφερε στη Μονή ένα κυκλικό (top στην Τουρκική) τουρμπάνι απο λευκό μάρμαρο το οποίο τοποθετήθηκε στην είσοδο της Μονής ως σύμβολο σεβασμού και προστασίας απο τους Γενίτσαρους. Είναι μάλιστα σύμφωνα με κάποιους ερευνητές αυτό το μαρμάρινο τουρμπάνι που έδωσε το νέο δυσεξήγητο και σίγουρα Τουρκόφωνο (Top-loy) όνομα στη Μονή Ακρωτηριανής που απο τα τέλη περίπου του 17ου αιώνα ονομάζεται Μονή Τοπλού.
Το 1704, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ ανακήρυξε τη Μονή σε Σταυροπηγιακή, και την περιουσία της αδέσμευτη και ακατάσχετη απο το Οθωμανικό κράτος, σε μια προσπάθεια του να τη σώσει απο τη λαίλαπα των Γενίτσαρων.
Η πράξη αυτή ήταν και η αφετηρία της οικονομικής ακμής της Μονής, αφού έκτοτε άρχισε να συγκεντρώνει περιουσίες χριστιανών της περιοχής κυρίως υπο το άτυπο καθεστώς συνεκμετάλευσης, που ήθελαν να τις σώσουν απο τη δήμευση και την ανακατανομή λόγω των αλλεπάλληλων Οθωμανικών αποικίσεων, που είχαν στόχο την ισοροπία του μουσουλμανικού και του χριστιανικού πληθυσμού στο νησί.
Αργότερα, στην περίοδο των μεγάλων Κρητικών Επαναστάσεων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, πλήθος Επαναστατών που τάσονταν στον αγώνα για ανεξαρτησία, μεταβίβασαν για τους ίδιους λογους την περιουσία του στη Μονή, καθιστώντας την την πλουσιότερη στην Κρήτη.
Η Μονή Τοπλού στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το γεγονός αυτό βέβαια, δεν προστάτεψε τη Μονή απο τις επιθέσεις και τους εξευτελισμούς απο πλευράς Οθωμανών καθ΄ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Γενίτσαρου Ιμπραήμ Κασάπη απο την Κάτω Επισκοπή Σητείας, ο οποίος καταδυνάστευε την περιοχή της Σητείας γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και σύμφωνα με τη λαΐκή παράδοση ήταν αυτός που σκότωσε καί τον Ηγούμενο Ιερεμία.
Ο διάδοχος του Ζαχαρίας Κορνάρος ήρθε σε συμφωνία με ομόθρησκους του αιμοσταγή Γενίτσαρου, οι οποίοι τελικά τον δολοφόνησαν. Το πτώμα του φορτώθηκε σε άλογο που οδηγήθηκε στη Μονή Τοπλού, λίγο πρίν τη Μονή όμως το πτώμα έπεσε απο το άλογο. Οι μοναχοί το πέταξαν σε ρυάκι που απο τότε ονομάζεται ''Ργιάκι του Αναθέματου.''
Στη μονή λειτούργησε σχολείο πρίν την Επανάσταση του 1866 και μετά απ΄ αυτήν.
Χάρτης
Πηγές
Σ. Σπανάκης - Πόλεις και χωριά της Κρήτης
Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας