Τουρκοκρητικοί

  Απο τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής παρουσίας στην Κρήτη και πρίν ακόμα την ολοκλήρωση της κατάκτησης του νησιού, οι Τουρκικές αρχές οργάνωσαν τον οικονομικό έλεγχο της υπαίθρου, διαμοιράζοντας τις κατακτημένες περιοχές κυρίως σε στρατιωτικούς του Τουρκικού στρατού, ενώ με αλλεπάλληλους εποικισμούς μουσουλμάνων απο την απέραντη Οθωμανική Αυτοκρατορία και εξισλαμισμούς των ντόπιων κατοίκων, προσπάθησαν να αλλοιώσουν τη συνοχή του χριστιανικού πληθυσμού.
 Οι εξισλαμισμοί στην Κρήτη άρχισαν ήδη απο τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάληψης, πολλές φορές με τη βία, αλλα και απο προσωπική επιλογή των κατοίκων που ήθελαν να αποφύγουν τον βαρύ κεφαλικό φόρο (χαράτσι) σε κάθε μή μουσουλμάνο υπήκοο της Αυτοκρατορίας και την ταπεινωτική συμπεριφορά των Τούρκων, να διασώσουν την περιουσία τους ή και να αποκομίσουν διάφορα οφέλη σε οικονομικό και σε κοινωνικό επίπεδο, όπως το προνόμιο της εισόδου στα Γενιτσαρικά Τάγματα των Γερλήδων, δηλαδή των εντοπίων Γενίτσαρων. 
 Η προφορική παράδοση διασώζει περιπτώσεις οικισμών που εξισλαμίστηκαν μαζικά, όπως το Επάνω και Κάτω Βαλσαμόνερο, τον Σωματά, το Μονοπάρι, τις Ατσιπάδες τη Λαμπηνή τον Πατσό, τους  Βολιώνες, την Παντάνασσο, τη Γέννα, τον Χάρακα, το Διονύσι, την Παναγιά, την Αγία Φωτιά, το Δωράκι, το Ροτάσι, την Ακάματο, το Λυώρο, τους Στόλους, το Κακάρι, τον Σωκαρά και το Αξέντι.
  Σημαντικός φαίνεται να είναι και ο αριθμός των εναπομείναντων Ενετών που εξισλαμίσθηκαν, με μοναδικό στόχο τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων τους και των προνομίων που πρόσφερε ο εξισλαμισμός.
  Με τη βοήθεια των εξισλαμισμών, διαμορφώθηκε τελικά η ζητούμενη απο την Πύλη νέα πληθυσμιακή ισοροπία στο νησί, ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς.
  Ο αριθμός των Τουρκοκρητικών Γενίτσαρων άχισε να αυξάνεται δραματικά κατα τη διάρκεια των Ορλωφικών και την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, παρά τις σχετικές απαγορεύσεις που είχαν ανακοινωθεί ήδη απο το 1760-62 περί περιορισμού των νέων εγγραφών στα Γενιτσαρικά Τάγματα, μόνο με Αυτοκρατορική Διαταγή, αφού είχαν παρατηρηθεί εισροές ατόμων χωρίς πόρους, στερούμενων της ισλαμικής κουλτούρας και υπο την επίρεια του ραγιαδισμού. Ηταν αυτοί που οι γνήσιοι Τούρκοι ονόμαζαν Μπουρμά ή Μπουρμέδες.
  Η συμμετοχή όμως των Τουρκοκρητικών στο πλευρό του Τουρκικού στρατού τόσο κατα την Επανάσταση του 1770 όσο και στους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους του 1768-74 και 1787-92 οδήγησε την Πύλη στην  απελευθέρωση των εγγραφών στα Γενιτσαρικά Τάγματα της Κρήτης, έτσι που μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, σχεδόν το σύνολο των εξισλαμισμένων Τουρκοκρητικών ήταν πλέον εγγεγραμένοι στα  Γενιτσαρικά τάγματα, ενώ καταγράφεται συγχρόνως και η αλματώδης αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου.
  Προστατευόμενοι και απολαμβάνοντας τα ίδια προνόμια με τους Αυτοκρατορικούς Γενίτσαρους, οι εξισλαμισμένοι Κρητικοί σύντομα μετατράπηκαν σε δυνάστες του χριστιανικού πληθυσμού, συγκέντρωσαν πλούτο, διείσδυσαν στην πολιτική και στρατιωτική διοίκηση και ενσωματώθηκαν στην ούτως ή άλλως μικρή και περαστική απο το νησί τοπική Οθωμανική ελίτ..
  
 
                                                            Τουρκοκρητικοί
 
  Οι Τουρκοκρητικοί σε πολλές περιπτώσεις κράτησαν τα χριστιανικά έθιμα του τόπου τους ή σμμετείχαν σε εκδηλώσεις που καμία σχέση δεν είχαν με τα ισλαμικά ιδεώδη. Μιλούσαν Ελληνικά, έπιναν κρασί και έτρωγαν χοιρινό, έπαιρναν μέρος στον Κλήδωνα, άναβαν καντήλια σε ξωκκλήσια επικαλούνταν την Παναγία, χόρευαν κρητικούς χορούς, έκαναν κουμπαριές με χριστιανούς, ή αποδέχονταν και απέδιδαν τάματα σε Αγίους όπως τον Άγιο Γεώργιο τον Άγιο Σπυρίδωνα ή τον Άγιο Ιωάννη.
  Πολλές  φορές μάλιστα, οι εξισλαμισμοί των Κρητικών ήταν προσχηματικοί με στόχο την κάλυψη της πραγματικής θρησκευτικής ταυτότητας που παρέμενε χριστιανική. Ήταν αυτοί που οι Κρητικοί ονόμαζαν Κρυπτοχριστιανούς και οι γνήσιοι Τούρκοι τους αποκαλούσαν ειρωνικά  Λινοβάμβακους.
 
  Ξεχωριστή περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή των Τουρκοκρητικών του Αμαρίου ή αλλιώς της Αμπαδιάς. Οι Αμπαδιώτες θεωρούνταν απομεινάρια της Αραβικής περιόδου της Κρήτης που δεν μπόρεσε να εκκαθαρίσει ο Βυζαντινός στρατός και απομονώθηκαν προφανώς γύρω στον 10ο αιώνα μ.Χ. στις δυτικές νοτιοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη.
  Με την άφιξη των Οθωμανών στην Κρήτη ήταν απο τους πρώτους που δήλωσαν υποταγή και εξελίχθηκαν στους πιο φανατικούς υποστηρικτές τους. 
  Σύμφωνα με μιά άποψη η ονομασία Αμπαδιώτης προέρχεται απο τον Abed al Salem, ηγέτη των Αράβων που κατέκτησαν την Κρήτη τον 9ο αι. μ.Χ.
  Άλλη εκδοχή θέλει τους Αμπαδιώτες απόγονους των Καραμανλήδων του Καραμάν, (Ικόνιο) χριστιανών εκτουρκισμένων της Ανατολίας, που ήρθαν στην Κρήτη ως στρατιώτες και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μαζί με τους επίσης εκτουρκισμένους Λαζούς του Εύξεινου Πόντου, απο τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης του νησιού και πριν την κατάληψη του Χάνδακα. Ίσως μάλιστα ο χαρακτηρισμός Καραμανλήδες που αποδίδονταν (ειρωνικά) στους Γενίτσαρους Τουρκικής καταγωγής στην Κρήτη, να σχετίζεται με αυτή την εκδοχή.  
  Τέλος, σύμφωνα με τον Β. Ψιλάκη, η έφορη περιοχή της κοιλάδας του Αμαρίου, πλούσια σε Μονές και βυζαντινές έπαυλες, καταλήφθηκε κατα την περίοδο της Ενετοκρατίας απο Αββάδες (καθολικοί μοναχοί) και ονομάστηκε Αββαδία.
 
   Η περίοδος ανάμεσα στις δύο επαναστάσεις του 1770 και 1821, χαρακτηρίστηκε απο έντονες καταπιέσεις του συνεχώς ενισχυόμενου μουσουλμανικού στοιχείου σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού και απο την αδυναμία ή και την απροθυμία  της Οθωμανικής διοήκησης να επιβάλει δικαιοσύνη, αφού ακόμα και οι δικαστικές αρχές μεροληπτούσαν ή και χρηματίζονταν σε βάρος των χριστιανών.  Βιασμοί, δολοφονίες, λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, εξεγέρσεις και ταραχές εναντίον των χριστιανών υποκινούμενες απο τους Γενίτσαρους, ήταν πλέον πράξεις που σχεδόν στο σύνολο τους παιρνουσαν ατιμώρητες.
  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μονής Χρυσοπηγής στα Χανιά που εξιστρεί ο γιατρός Μ Ρενιέρης, όπου όταν το Πάσχα του 1809 έφιππποι Τουρκοκρητικοί μπήκαν στη Μονή και σκότωσαν τους μοναχούς, ο πασάς τιμώρησε με πρόστιμο 400 γροσίων τη Μονή υποδεικνύοντας την ως υπαίτια του θανάτου 12 χριστιανών ''εις γην χάσικην.''
  Σε άλλη περίπτωση που περιγράφει ο Σταυρινίδης (Ο Καπετάν Κόρακας και οι Συμπολεμιστές του) έξω απο το κακόφημο τότε καφενείο του Μπουργαρέζου που βρισκόταν στην αρχή της οδού Καλοκαιρινού, εκεί που αργότερα βρισκόταν το καφενείο του Σαρχιανού, πέρασε ενας ηλικωμένος ιερέας. Ένας Τούρκος που καθόταν στο καφενείο τον υποχρέωσε να στήσει το καλιμαύκι του σε ένα στύλο δίπλα του, για να δοκιμάσει την πιστόλα του, ''αστόχησε'' όμως και ο ιερέας έπεσε νεκρός.
  Το καφενείο του Σαρχιανού, πρώην Μπουργαρέζου, στη συμβολή της
  οδού  Καλοκαιρινού με την οδό  Ίδης,  ίσως κατα τη δεκαετία του  ΄30.
 
  Απο το 1812 η Υψηλή Πύλη υιοθέτησε μια περισσότερο επιθετική πολιτική στην Κρήτη διορίζοντας Γενικό Διοικητή τον Χατζη Οσμάν Πασά, με ξεκάθαρη εντολή την εκκαθάριση του νησιού απο τους ταραξίες, ενώ και οι διάδοχοι τους Ρεσίντ Πασάς ή Κιουταχής που διορίστηκε το 1814-1816 στον Χάνδακα, ο Μουσταφά Χιλμί Πασάς το 1815-1816 στο Ηράκλειο και το 1819-1820 στα Χανιά αλλα και ο Βαχίντ Πασάς (1816 -1818 Χανιά) ακολούθησαν την ίδια τακτική έστω και πιό χαλαρή, έτσι που μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης του 1821 πολλοί απο τους επικίνδυνους Γενίτσαρους της Κρήτης είχαν εξολοθρευτεί.
 
  Καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 οι Τουρκοκρητικοί πήραν θέση στην πρώτη γραμμή μάχης ενάντια στους Επαναστάτες, ενώ δεν έπαυαν να τρομοκρατούν τον άμαχο χριστιανικό πληθυσμό.
 Παρόλο που ο θεσμός των Γενίτσαρων καταργήθηκε απο το 1826 οι Τουρκοκρητικοί Γενίτσαροι συνέχισαν να υπερασπίζονται τα Οθωμανικά συμφέροντα οργανωμένοι πλέον σε άτακτα παραστρατιωτικά σώματα και πολύ συχνά, με την ανοχή ή και την προτροπή των Οθωμανικών αρχών, υποκινούσαν ταραχές εκμεταλευόμενοι τον έλεγχο του μουσουλμανικού πληθυσμού, που μετέτρεπαν σε επικίνδυνο όχλο.  Ένας τέτοιος Αρμπεντέ (στάση οχλαγωγία) όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί αυτές τις ταραχές ήταν και αυτός που προκάλεσε η δολοφονία στη Μεσαρά του Γενίτσαρου Αγριολίδη, που εκδηλώθηκε στον Χάνδακα τον Αύγουστο του 1828 και συνεχίστηκε στα περίχωρα του και στο Ρέθυμνο, με περίπου 800 χριστιανούς νεκρούς.
 Παρά την ατυχή για την Κρήτη κατάληξη της Επανάστασης του 1821, ο χριστιανικός πληθυσμός ισχυροποιήθηκε έναντι του μουσουλμανικού, ανοίγοντας μια νέα μακρά περίοδο έντονης αντιπαράθεσης με το Οθωμανικό κατεστημένο, γνωστή και ως περίοδος των Κρητικών Επαναστάσεων, με μία Επανάσταση να ξεσπά περίπου ανα δεκαετία, μέχρι τη διακήρυξη της Κρητικής Πολιτείας το 1898.
  Απο το τέλος της Αιγυπτιοκρατίας, (1840) μια σειρά Συμβάσεων και φιρμανιών υπο την πίεση και των Μεγάλων Δυνάμεων όπως το Χάττι Σεριφ του Γκιουλχανέ το 1839 και το Χάττι Χουμαγιούν το 1856 κατοχύρωναν κυρίως την ισονομία των υπηκόων της Αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως θρησκεύματος βελτιώνοντας αισθητά τη θέση των χριστιανών, ενώ στην Κρήτη εγκαινιάζεται συγχρόνως και μια περίοδος μαζικών επανεκχριστιανισμών των πρώην εξισλαμισμένων Κρητικών, που σίγουρα ενόχλησε την Πύλη, αφού αφενός φωτογράφιζε το κλίμα της εποχής και την επίδραση των Συμβάσεων, αφετέρου χαλούσε την ισοροπία των πληθυσμών.
  Οι παραβιάσεις των Συνθηκών απο τους μουσουλμάνους κατοίκους της Κρήτης με την ανοχή τις περισσότερες φορές της Οθωμανικής διοίκησης του νησιού, προκάλεσαν την πολιτική κινητοποίηση των χριστιανών που εκδηλώθηκε με το Κίνημα του Μαυρογένη το 1858. 
  Η Υψηλή Πύλη θέλοντας να αποφύγει τις προδιαγραφόμενες ταραχές, έστειλε νέο φιρμάνι τοπικού χαρακτήρα που παραχωρούσε επιπλέον ελευθερίες στους Κρητικούς σε θρησκευτικό, πολιτικό και φορολογικό επίπεδο. Ισως  όμως το σπουδαιότερο προνόμιο που παραχωρήθηκε στους χριστιανούς με το φιρμάνι του 1858, ήταν αυτό του δικαιώματος της  οπλοκατοχής, που δόθηκε για πρώτη φορά στους χριστιανούς απο την κατάληψη της Κρήτης και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον μαζικό εξοπλισμό τους και ίσως την απαρχή της παράδοσης της οπλοκατοχής στο νησί.
  Ήδη απο την Επανάσταση του 1821 είχε ξεξινήσει ο προσωρινός εγκλεισμός των Τουρκοκρητικών της υπαίθρου προς τα μεγάλα κάστρα του νησιού και αντίστοιχα η φυγή των χριστιανών των κάστρων προς στην ύπαιθρο, οπου ζητούσαν αμφότεροι προσωρινά ασφαλές καταφύγιο.
  Κατά την Επανάσταση του 1866, ένας σημαντικός αριθμός χριστιανών μετανάστευσε στην Ελλάδα, ενώ και αρκετοί Τουρκοκρητικοί έφυγαν από την ύπαιθρο και εγκαταστάθηκαν πλέον μόνιμα στα ασφαλή για τον μουσουλμανικό πληθυσμό μεγάλα  κάστρα ή σε κοντινούς σε αυτά οικισμούς. Αναδείχθηκε η Εθνική συνείδηση του Κρητικού και ο πόθος του για την Ένωση και εμβάθυνε το χάσμα των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων, οι σχέσεις των οποίων στο έπομενο διάστημα μέχρι τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας ήταν σε συνεχή ένταση. 
  Η συνεχόμενη καθ΄όλο το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. εσωτερική μετανάστευση των Τουρκοκρητικών απο την ύπαιθρο προς τα μεγάλα κάστρα, άλλαξε δραματικά τις πληθυσμιακές ισοροπίες στην ύπαιθρο, δίνοντας την ευκαιρία στους χριστιανούς να κυριαρχήσουν  σε όλα τα επίπεδα έναντι των μουσουλμάνων και κυρίως να ιδιοποιηθούν την περιουσία τους, με νόμιμα ή παράνομα μέσα. Απο την αρχή της τελευταίας δεκαετίας όμως, με επίκεντρο τις έφορες περιοχές της Πεδιάδας, της Μεσαράς και του Μονοφατσίου οπου υπήρχαν και τα πέρισσότερα Τουρκοκρητικά χωριά, ξεκίνησε μια ακήρυχτη Επανάσταση με στόχο όχι πλέον τη ''δύσκολη'' ανεξαρτησία, αλλά τον ''εύκολο'' και ωμό διωγμό, ενώ παρατηρείται πλέον και η εντονότερη μετανάστευση Τουρκοκρητικών όχι μόνο προς τις μεγάλες πόλεις, αλλα και προς άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
  Κατα την τελευταία φάση του Κρητικου ζητήματος, περιοχές όπως η Μεσαρά, ήταν περίπου ερειπωμένες και με τεράστιες καταστροφές στις αγροτικές καλιέργειες, αφού η καμένη γή και τα κατεστραμένα χωριά αποτέλεσαν τον κύριο λόγο φυγής των Τουρκοκρητικών απο την Κρητική ύπαιθρο.
 Τουρκοκρητικοί  του  Ηρακλείου.  Στο  κέντρο  καθιστός ο  Αλή Ούμπασης, 
που θεωρήθηκε απο τους υποκινητές της Σφαγής της  25ης Αυγούστου 1898 
και  απαγχονίστηκε  τον  Νοέμβριο  του  ίδιου  έτους.
 
  Απο την τελευταία Οθωμανική απογραφή του 1881, μέχρι την απογραφή της Κρητικής Πολιτείας του 1900, ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην Κρήτη μειώθηκε συνολικά κατα 50%, ενώ στις αγροτικές περιοχές οπου ο χριστιανικός πληθυσμός είχε κυριαρχήσει σχεδόν ολοκληρωτικά, οι Τουρκοκρητικοί είχαν μειωθεί κατα 83%. Οι μουσουλμανικές οικίες που καταστράφηκαν στην ύπαιθρο ήταν υπερτριπλάσιες απο αυτές των χριστιανών. Με εξαίρεση τους οικισμούς που βρισκόταν κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα, οι Τουρκοκρητικοί σχεδόν εξαλείφθηκαν απο την ύπαιθρο, καταφεύγοντας στις μεγάλες πόλεις του νησιού, οπου  προσπάθησαν να οργανώσουν ομάδες αντίστασης κατά της διαφαινόμενης ολικής εξάλειψης τους, δημιουργώντας μια αφόρητη κατάσταση τρομοκρατίας εντός των πόλεων, που εκδηλώθηκε με αυθαιρεσίες, ταραχές, δολοφονίες, ή και μαζικές σφαγές.
  Η παραστρατιωτική ομάδα Ζουρίδες, που δραστηριοποιήθηκε κατα καιρούς στο νησί απο την περίοδο της Επανάστασης του 1821 ανέλαβε δράση για τη φύλαξη ή και την επιστροφή μουσουλμανικών περιουσιών που πέρασαν σε χριστιανικά χέρια με αμφιλεγόμενο τρόπο. 
  Σε αυτήν αποδίδονται πολλές απο τις μάλλον στοχευμένες δολοφονίες χριστιανών που καρπώθηκαν με παράνομο ή αμφιλεγόμενο τρόπο μουσουλμανικές περιουσίες κατα την τελευταία φάση του Κρητικού ζητήματος. Σχηματίζοντας μικρές ομάδες εξόρμησης, οι Τουρκοκρητικοί διασπούσαν τον πρόχειρο αποκλεισμό  των Μεγάλων Δυνάμεων έξω απο τις πόλεις και ειδικά στο Ηράκλειο και γύριζαν στους τόπους καταγωγής τους. Βλέποντας οτι η περιουσία τους είχε καταπατηθεί και τα σπίτια τους ήταν είτε κατεστραμμένα είτε καταληφθέντα, το μόνο που αποζητούσαν πλέον, ήταν εκδίκηση.
  Στον αντίποδα των Ζουρίδων δημιουργήθηκε απο εμπόρους του Ηρακλείου η ομάδα Εφτάρι, που στόχο της είχε τον διωγμό των Τουρκοκρητικών απο τις εστίες τους και την απόδοση της περιουσίας τους σε χριστιανούς, επίσης με πολλές δολοφονίες μουσουλμάνων στο ενεργητικό της.
  Τουρκοκρητικοί των Χανίων το 1896.
 
  
  Αποκορύφωμα της ταραχώδους αυτής περιόδου, ήταν τα γεγονότα της 25ης Αυγούστου 1898, που όμως λειτούργησαν λυτρωτικά για τον χριστιανικό πληθυσμό, αφού είχαν ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Τουρκικού στρατού απο το νησί και την αποδόμηση της Οθωμανικής αυθαιρεσίας. Οι Τουρκοκρητικοί σε μεγάλο ποσοστό δεν αποδέχθηκαν τη νέα κατάσταση, μεταναστεύοντας μαζικά γιά άλλη μια φορά, κυρίως προς περιοχές της  Μικράς Ασίας. Τα Τουρκοκρητικα ταραχοποιά στοιχεία συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, ή μετανάστευσαν, ή απελάθηκαν, ενώ αυτοί που έμειναν προσπάθησαν  να αφομοιωθούν ως μειονότητα που απαρτιζόταν το 1900 απο 33.000 άτομα και αποτελούσε το 11% του συνολικού πληθυσμού.
  Οι εναπομείναντες Τουρκοκρητικοί όχι μόνο δεν αποτέλεσαν έκτοτε πρόβλημα για τη νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία αλλα μετατράπηκαν σε αντικείμενο πολιτικής και ψηφοθηρικής εκμετάλευσης.  Μοναδικό σημείο τριβής με τις κυβερνήσεις της Κρητικής Πολιτείας και αργότερα με την Ελληνική κυβέρνηση, ήταν η άρνηση τους να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους και αργότερα στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο αφού κύριος αντίπαλος και στις δύο περιπτώσεις ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
  Η παρουσία των Τουρκοκρητικών στην Κρήτη τερματίστηκε οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, με κριτίρια θρησκευτικά, υποχρεώνοντας και τους τελευταίους μουσουλμάνους της Κρήτης να αποχωρήσουν απο το νησί. Σε σύγκριση με τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που έφυγαν σε συνθήκες διωγμού γλιτώνοντας τη ζωή τους την τελευταία στιγμή πέφτοντας στη θάλασσα, οι μουσουλμάνοι της Κρήτης καθάριζαν τα σπίτια τους, φορούσαν τις επίσημες ενδυμασίες τους και φωτογραφίζονταν σε χαρακτηριστικά σημεία των πόλεων, πριν επιβιβαστούν στα πλοία της δικής τους ξενιτιάς.
  Στα πλαίσια της αποκατάστασης των Τουρκοκρητικών προσφύγων, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ, είχε ήδη απο το 1893-94 ιδρύσει στη σημερινή Συρία την πόλη Χαμιντιέ, στην οποία κατοίκησαν αποκλειστικά Τουρκοκρητικοί που ακόμα σήμερα μιλούν την Κρητική διάλεκτο, διατηρούν Κρητικά έθιμα και νοσταλγούν τον τόπο καταγωγής τους.
  Τον Αύγουστο του 1924 αναχώρησαν απο το Ηράκλειο οι τελευταίοι 32 Τουρκοκρητικοί μουσουλμάνοι, με το ατμόπλοιο Αντιγόνη
 
  Το ατμόπλοιο Αντιγόνη σε πίνακα του Γλύκα (1911)
 
  
  
 
Πηγές
Μ. Πεπονάκης - Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη 1645-1899
Ν. Σταυρινίδης - Ο Καπετάν Κόρακας και οι Συμπολεμιστές του.
Ν. Ανδριώτης - Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Κρήτη 
Θ. Δετοράκης - Ιστορία της Κρήτης